μελιντζανής

μελιντζανής
και μελιντζανύς, -ιά, -ί και -ύ
βλ. μελιτζανής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελιτζανής — και μελιντζανής, ιά, ί [μελιτζάνα] 1. αυτός που έχει το χρώμα τής μελιτζάνας 2. το ουδ. ως ουσ. το μελιτζανί το χρώμα τής μελιτζάνας, βαθύ μοβ, λιλά («φόρεμα μελιτζανί») 3. το θηλ. ως ουσ. η μελιτζανιά το φυτό μελιτζάνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”